Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγκυος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . έγκυ|ος <-ος> [ˈɛɲɟiɔs] ΕΠΊΘ

II . έγκυ|ος [ˈɛɲɟiɔs] SUBST θηλ

έγκυος
Schwangere θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έγκυος

μένω έγκυος
είναι έγκυος
μένω έγκυος/χήρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский