Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έβαλ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έβαλ-

έβαλ- s. βάζω,

Βλέπε και: βάζω

βά|ζω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvazɔ] VERB μεταβ

2. βάζω (βάζω ώστε να είναι ξαπλωμένο):

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский