Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άθιχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άθικτ|ος [ˈaθiktɔs], άθιχτ|ος [ˈaθixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άθικτος (ανέγγιχτος):

2. άθικτος (χωρίς βλάβη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский