Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Εβραίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Εβραί|ος (-α) [ɛˈvrɛ|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. Εβραίος:

Εβραίος (-α)
Hebräer(in) αρσ (θηλ)

2. Εβραίος ΘΡΗΣΚ:

Εβραίος (-α)
Jude αρσ (Jüdin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский