Γερμανικά » Γαλλικά

verwohnt [fɛɐˈvoːnt] ΕΠΊΘ

verwöhnt [fɛɐˈvøːnt] ΕΠΊΘ

II . verwöhnen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: verwöhnt

verwöhnt [fɛɐˈvøːnt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina