Γερμανικά » Γαλλικά

Sex <-[es]; χωρίς πλ> [sɛks] ΟΥΣ αρσ οικ

2. Sex (sexuelle Anziehungskraft):

Sex
sex-appeal αρσ απαρχ

Photo

Photo → Foto

Βλέπε και: Foto

Foto <-s, -s> ΟΥΣ ουδ

Safer Sex <-es; χωρίς πλ> [ˈseɪfɐˈsɛks] ΟΥΣ αρσ

Sex-Appeal <-s; χωρίς πλ> [-ʔəpiːl] ΟΥΣ αρσ

sexappeal (sex-appeal) αρσ απαρχ

Sexskandal, Sex-Skandal <-s, -e> ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina