Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: quälen , quäken και quaken

quaken [ˈkvaːkən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. quaken οικ (reden):

quäken [ˈkvɛːkən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

I . quälen [ˈkvɛːlən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. quälen (misshandeln):

II . quälen [ˈkvɛːlən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. quälen (leiden):

2. quälen (sich herumquälen):

Βλέπε και: gequält

I . gequält [gəˈkvɛːlt] ΕΠΊΘ

II . gequält [gəˈkvɛːlt] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina