Γερμανικά » Γαλλικά

nutzen [ˈnʊtsən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. nutzen (ausnutzen):

3. nutzen → nützen II.

Βλέπε και: nützen

I . nützen ΡΉΜΑ αμετάβ

II . nützen ΡΉΜΑ μεταβ

I . nützen ΡΉΜΑ αμετάβ

II . nützen ΡΉΜΑ μεταβ

Kosten-Nutzen-Analyse ΟΥΣ θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με nützt

das nützt [o. nutzt] mir nicht viel

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina