Γερμανικά » Γαλλικά

lauten [laʊtən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. lauten (ausgestellt sein):

I . läuten [ˈlɔɪtən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. läuten Glocken, Telefon:

2. läuten (herbeirufen):

ιδιωτισμοί:

II . läuten [ˈlɔɪtən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina