Γερμανικά » Γαλλικά

I . innig [ˈɪnɪç] ΕΠΊΘ

1. innig (tief gehend):

2. innig (sehr eng):

étroit(e)

II . innig [ˈɪnɪç] ΕΠΊΡΡ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sein innigster Wunsch ist es, große Brustmuskeln zu haben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina