Γερμανικά » Γαλλικά

I . schützen [ˈʃʏtsən] ΡΉΜΑ μεταβ

III . schützen [ˈʃʏtsən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: geschützt

Παραδειγματικές φράσεις με geschützte

geschützte Arten
geschützte Bezeichnung
rechtlich geschützte Interessen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina