Γερμανικά » Γαλλικά

I . fehlen [ˈfeːlən] ΡΉΜΑ αμετάβ

3. fehlen (krank sein):

Fehlen <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ (Abwesenheit)

Παραδειγματικές φράσεις με fehlte

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina