Γερμανικά » Γαλλικά

im [ɪm] ΣΥΝΑΊΡ

im → in dem, → in

Βλέπε και: in , in

in2 ΕΠΊΘ οικ

être in οικ

IM <-s, -s> [iːˈʔɛm] ΟΥΣ αρσ

IM συντομογραφία: inoffizieller Mitarbeiter

IM

im Sturmzentrum ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"im" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina