Γερμανικά » Γαλλικά

flößen [ˈfløːsn] ΡΉΜΑ μεταβ

2. flößen (einflößen):

jdm Hustensaft in den Mund flößen

Floß <-es, Flöße> [floːs, Plː ˈfløːsə] ΟΥΣ ουδ

radeau αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με flößen

Waren/Holz flößen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"flößen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina