Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „übend“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . üben [ˈyːbən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. üben (einstudieren):

3. üben (beherrschen lernen):

Βλέπε και: geübt

geübt [gəˈʔyːpt] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina