Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „rausgeben“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

raus|ge·ben ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

Geld rausgeben

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Geld rausgeben

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Deshalb sei es wichtig, dass jene Verbände, die eine Anerkennung anstreben Einfluss auf ihre Mitglieder haben und Direktiven rausgeben könnten welche von den Mitgliedern eingehalten werden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rausgeben" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文