Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „rantrauen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ran|trau·en ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich αιτ an etw αιτ rantrauen (versuchen)
sich αιτ an etw αιτ rantrauen (verarbeiten wollen)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ an etw αιτ rantrauen (versuchen)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rantrauen" σε άλλες γλώσσες

"rantrauen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文