Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „rankriegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ran|krie·gen ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. rankriegen (zu anstrengender Arbeit verpflichten):

jdn [zu etw δοτ] rankriegen

2. rankriegen (zur Rechenschaft ziehen):

jdn [wegen einer S. γεν] rankriegen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn [wegen einer S. γεν] rankriegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rankriegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文