Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „hineinhalten“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . hi·nein|hal·ten ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ (in etw halten)

II . hi·nein|hal·ten ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ οικ (in etw feuern)

[mit etw δοτ] in etw αιτ hineinhalten
mitten in die Menge hineinhalten

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

mitten in die Menge hineinhalten
[mit etw δοτ] in etw αιτ hineinhalten

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das bloße Hineinhalten einer Angel ins Wasser führt bereits zur Vollendung der Tat.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hineinhalten" σε άλλες γλώσσες

"hineinhalten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文