Γερμανικά » Αγγλικά

ge·ram·melt ΕΠΊΡΡ

gerammelt voll οικ
gerammelt voll οικ
chock-a-block βρετ οικ

ram·meln [ˈraml̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. rammeln ΚΥΝΉΓΙ (sich paaren):

2. rammeln αργκ:

to have it off βρετ αργκ
to get it on αμερικ αργκ
to screw χυδ

mum·meln1 [ˈmʊml̩n] ΡΉΜΑ μεταβ βορειογερμ (murmeln)

mum·meln2 [ˈmʊml̩n] ΡΉΜΑ μεταβ βορειογερμ οικ (einhüllen)

jdn in etw αιτ mummeln
to wrap [up χωριζ ] sb in sth
sich αιτ in etw αιτ mummeln

müm·meln [ˈmʏml̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ

[an etw δοτ] mümmeln

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

gerammelt voll οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gerammelt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文