Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „gammeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

gam·meln [ˈgaml̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. gammeln (ungenießbar werden):

gammeln
gammeln

2. gammeln οικ (herumhängen):

gammeln
to laze [or οικ loaf] [or αργκ bum] around

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Diese Schüler gammeln nun auf den Fluren.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gammeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文