στο λεξικό PONS
Chef·in·ge·ni·eur(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Berg·in·ge·ni·eur(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Pro·jekt·in·ge·ni·eur(in) <-s, -in> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ
Raum·fahrt·in·ge·ni·eur(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Elek·tro·in·gen·ieur(in) [-ɪnʒeni̯ø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Di·plom·in·ge·ni·eur(in) [-ɪnʒeni̯ø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Bau·in·ge·ni·eur(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Che·mie·in·ge·ni·eur(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ton·in·ge·ni·eur (-in·ge·ni·eu·rin) [-ɪnʒeni̯ø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Toningenieur (-in·ge·ni·eu·rin)
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Bauingenieurwesen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PRSP
- prüde
- Prüderie
- Prüfanzeige
- Prüfbit
- Prüfingenieur
- Prüflampe
- Prüfling
- Prüfliste
- Prüfnummer
- Prüfsiegel