Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Bengel“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Ben·gel <-s, -[s]> [ˈbɛŋl̩] ΟΥΣ αρσ

1. Bengel (frecher Junge):

Bengel
Bengel
brat μειωτ οικ

2. Bengel (niedlicher Junge):

ein süßer [kleiner] Bengel

ιδιωτισμοί:

den Bengel hoch werfen CH (hoch greifen)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

den Bengel hoch werfen CH (hoch greifen)
ein süßer [kleiner] Bengel

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Bengel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文