Γαλλικά » Γερμανικά

plaisanter [plɛzɑ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ

plaisant [plɛzɑ͂] ΟΥΣ αρσ λογοτεχνικό (agréable)

plaisant(e) [plɛzɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. plaisant (amusant):

Παραδειγματικές φράσεις με plaisanté

Luc a vu Max, le premier a plaisanté

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina