Γαλλικά » Γερμανικά

I . obligé(e) [ɔbliʒe] ΕΠΊΘ

II . obligé(e) [ɔbliʒe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. obligé:

obligé(e)
zu Dank Verpflichtete(r) θηλ(αρσ)

2. obligé ΝΟΜ:

obligé(e)
Verpflichtete(r) θηλ(αρσ)

II . obliger [ɔbliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (s'engager)

III . obliger [ɔbliʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με obligés

on était bien obligés !

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina