Γαλλικά » Γερμανικά

I . modéré(e) [mɔdeʀe] ΕΠΊΘ

II . modéré(e) [mɔdeʀe] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΠΟΛΙΤ

Gemäßigte(r) θηλ(αρσ)

II . modérer [mɔdeʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με modérée

consommation modérée
demande modérée
à une allure modérée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "modérée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina