Γαλλικά » Γερμανικά

diligent(e) [diliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina