Γαλλικά » Γερμανικά

débotté [debɔte] ΟΥΣ αρσ

I . débotter [debɔte] ΡΉΜΑ μεταβ

II . débotter [debɔte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με débotté

au débotté l'improviste)
ils nous ont reçus au débotté

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "débotté" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina