Γαλλικά » Γερμανικά

affilé(e) [afile] ΕΠΊΘ

affiler [afile] ΡΉΜΑ μεταβ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με d'affilée

d'affilée (sans interruption)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina