Γαλλικά » Γερμανικά

épingler [epɛ͂gle] ΡΉΜΑ μεταβ

2. épingler οικ (attraper):

schnappen οικ
erwischen οικ

3. épingler (stigmatiser):

Παραδειγματικές φράσεις με d'épingles

pelote [d'épingles]
un mille d'épingles/de cigarettes

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina