Γαλλικά » Γερμανικά

I . cinglé(e) [sɛ͂gle] οικ ΕΠΊΘ

II . cinglé(e) [sɛ͂gle] οικ ΟΥΣ αρσ(θηλ)

I . cingler [sɛ͂gle] ΡΉΜΑ μεταβ

II . cingler [sɛ͂gle] ΡΉΜΑ αμετάβ (faire voile dans une direction)

Παραδειγματικές φράσεις με cinglée

quel cinglé/quelle cinglée !

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cinglée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina