vertèbre [vɛʀtɛbʀ] ΟΥΣ θηλ
vertigineux (-euse) [vɛʀtiʒinø, -øz] ΕΠΊΘ
- vertigineux (-euse)
-
vertigineusement [vɛʀtiʒinøzmɑ͂] ΕΠΊΡΡ a. μτφ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.