I . mort(e) [mɔʀ, mɔʀt] ΡΉΜΑ
mort part passé de mourir
II . mort(e) [mɔʀ, mɔʀt] ΕΠΊΘ
III . mort(e) [mɔʀ, mɔʀt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. mort (dépouille):
-
mort(e)
-
Leiche θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.