Γαλλικά » Γερμανικά

I . élu(e) [ely] ΡΉΜΑ

élu part passé de élire

II . élu(e) [ely] ΕΠΊΘ

III . élu(e) [ely] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. élu ΠΟΛΙΤ:

élu(e)
Abgeordnete(r) θηλ(αρσ)
Vertreter(in) αρσ(θηλ) vor Ort

2. élu ΘΡΗΣΚ:

élu(e)
Auserwählte(r) θηλ(αρσ)
élu(e)
Auserkorene(r) θηλ(αρσ)

ιδιωτισμοί:

l'élu(e) de son cœur χιουμ
l'élu(e) de son cœur χιουμ
der/die Erwählte τυπικ

Βλέπε και: élire

élu(e) αρσ θηλ ΠΟΛΙΤ
Mandatsträger(in) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "élue" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina