travaillée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για travaillée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.travaillé (travaillée) [tʀavaje] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

travaillé → travailler

II.travaillé (travaillée) [tʀavaje] ΕΠΊΘ

1. travaillé (fignolé):

travaillé (travaillée) bijou
travaillé (travaillée) sculpture
travaillé (travaillée) or, argent
travaillé (travaillée) métal
travaillé (travaillée) dessin
travaillé (travaillée) langue, style, article

Βλέπε και: travailler

1. travailler (faire un effort):

2. travailler (exercer un métier):

3. travailler (faire des affaires):

1. travailler (faire un effort):

2. travailler (exercer un métier):

3. travailler (faire des affaires):

Μεταφράσεις για travaillée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

travaillée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για travaillée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για travaillée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

travaillée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

travaillée Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Μεταφράσεις για travaillée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski