Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

t'inquiéter’—‘il στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για t'inquiéter’—‘il στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

2. inquiéter (demander des comptes à):

1. s'inquiéter (s'alarmer):

inquiétant (inquiétante) [ɛ̃kjetɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ

t'inquiéter’—‘il στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για t'inquiéter’—‘il στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski