suivit στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για suivit στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. suivre:

to follow sb into the yard αμερικ
suivre qn de près/de loin κυριολ

2. suivre période, incident, dynastie:

suivit un long silence
le film qui suivit
le jour qui suivit

3. suivre (aller selon):

4. suivre (se conformer à):

5. suivre (être attentif à):

un de nos collègues, suivez mon regard οικ χιουμ

Βλέπε και: bonhomme

I.bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΕΠΊΘ

II.bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΟΥΣ οικ αρσ

III.bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm]

IV.bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm]

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για suivit στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

suivit στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για suivit στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

III.suivre [sɥivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για suivit στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

suivit Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to have a place on αυστραλ, βρετ [or in αμερικ] a course
to point the way to sth μτφ
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski