s'enfermer στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'enfermer στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. enfermer:

to put [sb] away οικ (dans in)
elle est bonne à enfermer οικ
elle est bonne à enfermer οικ

2. enfermer (bloquer):

1. s'enfermer:

s'enfermer (gén)
s'enfermer (pour s'isoler)
s'enfermer (accidentellement)
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'enfermer dans son cocon
s'enfermer dans un mutisme complet

Μεταφράσεις για s'enfermer στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'enfermer
s'enfermer

s'enfermer στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'enfermer στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'enfermer στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'enfermer quelque part

s'enfermer Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

s'enfermer dans qc
s'enfermer dans le silence
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski