s'embêter στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'embêter στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

3. s'embêter (se compliquer la vie):

s'embêter à faire
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'embêter οικ ou s'ennuyer à cent sous de l'heure

Μεταφράσεις για s'embêter στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
bug οικ
embêter οικ
embêter qn οικ (about à propos de)
oh stop bothering me! οικ
s'embêter avec

s'embêter στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'embêter στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'embêter στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

s'embêter Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

s'embêter
s'embêter à faire qc
ne pas s'embêter (n'être pas à plaindre)
ne pas s'embêter (en profiter)
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski