s'assujettir στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'assujettir στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'assujettir στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

s'assujettir στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'assujettir στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'assujettir στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

s'assujettir Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

s'assujettir à des règles
s'assujettir à un régime alimentaire
s'assujettir un peuple
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Créature obligeante, disposée « à remplir tous les devoirs d'une épouse, sans s'assujettir à une cérémonie incommode et à des nœuds indissolubles ».
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski