Γαλλικά » Αγγλικά

I . écouter [ekute] ΡΉΜΑ μεταβ

3. écouter (obéir):

II . écouter [ekute] ΡΉΜΑ αμετάβ

ιδιωτισμοί:

III . écouter [ekute] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (s'observer avec complaisance)

écoute [ekut] ΟΥΣ θηλ

1. écoute ΡΑΔΙΟΦ, TV:

2. écoute (surveillance):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski