retraitée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για retraitée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. retraite (cessation d'activité):

Βλέπε και: retraiter

semi-retraité (semi-retraitée) <αρσ πλ semi-retraités> [səmiʀətʀɛte] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Μεταφράσεις για retraitée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
retraite θηλ
retraite θηλ
retraité/-e αρσ/θηλ
retraité/-e αρσ/θηλ

retraitée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για retraitée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.retraité(e) [ʀ(ə)tʀete] ΕΠΊΘ (à la retraite)

II.retraité(e) [ʀ(ə)tʀete] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Μεταφράσεις για retraitée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
retraité(e) αρσ (θηλ)
retraité(e) αρσ (θηλ)
retraité(e) αρσ (θηλ)
retraité(e) αρσ (θηλ)
bénéficiaire αρσ θηλ d'une retraite CH
retraite θηλ
retreat a. μτφ
retraite θηλ
to beat a retreat a. μτφ
retraite θηλ

retraitée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

retraitée Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "retraitée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski