poursuivant στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για poursuivant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

poursuivant (poursuivante) [puʀsɥivɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

2. poursuivre (harceler):

poursuivre qn de ses assiduités λογοτεχνικό

4. poursuivre (continuer):

Μεταφράσεις για poursuivant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
poursuivant/-e αρσ/θηλ
poursuivant/-e αρσ/θηλ

poursuivant στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για poursuivant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.poursuivant(e) [puʀsɥivɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

II.poursuivant(e) [puʀsɥivɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Μεταφράσεις για poursuivant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
poursuivant(e) αρσ (θηλ)
pursue a. μτφ
pursue a. μτφ

poursuivant Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "poursuivant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski