pincée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για pincée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Βλέπε και: pincé, pincer

I.pincé (pincée) [pɛ̃se] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

pincé → pincer

I.pincé (pincée) [pɛ̃se] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

pincé → pincer

Βλέπε και: pincer

coal tongs πλ
ice tongs πλ

Βλέπε και: serrer

1. serrer (maintenir vigoureusement) personne:

serrer la main de ou la pince οικ à qn

pince-fesses, pince-fesse <πλ pince-fesses> [pɛ̃sfɛs] ΟΥΣ αρσ (fête)

pince-oreilles, pince-oreille <πλ pince-oreilles> [pɛ̃sɔʀɛj] ΟΥΣ αρσ

pince-monseigneur <πλ pinces-monseigneur, pince-monseigneurs> [pɛ̃smɔ̃sɛɲœʀ] ΟΥΣ θηλ (levier)

pince-nez <πλ pince-nez> [pɛ̃sne] ΟΥΣ αρσ

I.pince-sans-rire [pɛ̃ssɑ̃ʀiʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ

II.pince-sans-rire <πλ pince-sans-rire> [pɛ̃ssɑ̃ʀiʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ

Μεταφράσεις για pincée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
pincée θηλ
pinch οικ
pincer οικ

pincée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για pincée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.pince-sans-rire [pɛ̃ssɑ̃ʀiʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ αμετάβλ

II.pince-sans-rire [pɛ̃ssɑ̃ʀiʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ

Μεταφράσεις για pincée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
pincée θηλ
pincée θηλ
pince θηλ
pince θηλ

pincée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

en pincer pour qn οικ
pince θηλ à linge
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski