menée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για menée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

6. mener (faire aboutir):

7. mener (poursuivre):

to hold an enquiry βρετ
to head an enquiry βρετ

Βλέπε και: Rome, nez, dur, bâton

1. nez ΑΝΑΤ:

ça sent le parfum à plein nez οικ
mettre qc sous le nez de qn οικ
mettre οικ ou fourrer αργκ son nez partout/dans qc

5. nez (parfumeur créateur):

avoir qn dans le nez οικ
se manger οικ ou bouffer αργκ le nez
avoir le nez creux οικ
to come a cropper οικ

10. dur:

hardline προσδιορ

12. dur:

dur, dur! οικ
rock-hard προσδιορ

4. bâton (dix mille francs):

bâton οικ
bâton de maréchal κυριολ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για menée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
campagne θηλ menée dans le désert
chasse θηλ au lièvre (menée par des chiens)
mener qn en bateau μειωτ

menée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για menée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για menée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

menée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to lead sb by the nose οικ
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "menée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski