grossière στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για grossière στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

gross|ier (grossière) [ɡʀosje, ɛʀ] ΕΠΊΘ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
généralisation grossière

Μεταφράσεις για grossière στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
de texture grossière
de façon grossière
d'une manière grossière
une approximation grossière
de façon grossière
de façon grossière
grossier/-ière

grossière στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για grossière στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για grossière στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
grossier(-ère)
grossier(-ère)
grossier(-ère)
grossier(-ère)
grossier(-ère)
grossier(-ère)
de façon grossière
grossier(-ère)
grossier(-ère)

grossière Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "grossière" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski