I.gonflé (gonflée) [ɡɔ̃fle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
gonflé → gonfler
II.gonflé (gonflée) [ɡɔ̃fle] ΕΠΊΘ
2. gonflé:
3. gonflé ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
- souped-up προσδιορ
III.gonflé (gonflée) [ɡɔ̃fle] ΕΠΊΘ
1. gonflé (courageux):
- gutsy οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.