fausses στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για fausses στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

1. faux (inexact):

avoir tout faux χιουμ

5. faux (non authentique) προσδιορ:

fausse côte ΑΝΑΤ
fausse couche ΙΑΤΡ
fausse manœuvre κυριολ, μτφ
fausse note ΜΟΥΣ
fausse note μτφ
fausse piste κυριολ, μτφ
fausse sortie ΘΈΑΤ
faux ami ΓΛΩΣΣ
false rumour βρετ
faux contact ΗΛΕΚ
faux cul αργκ
faux départ κυριολ, μτφ
faux derche αργκ
faux frère χιουμ
faux jeton οικ
faux jour κυριολ
μτφ sous un faux jour
faux pas κυριολ
faux pas (erreur) μτφ
faire un faux pas κυριολ
falsies οικ
faux témoin ΝΟΜ
faux titre ΤΥΠΟΓΡ

Βλέπε και: prêcher

faux2 <πλ faux> [fo] ΟΥΣ θηλ ΓΕΩΡΓ

faux-bourdon <πλ faux-bourdons> [fobuʀdɔ̃] ΟΥΣ αρσ

faux-semblant <πλ faux-semblants> [fosɑ̃blɑ̃] ΟΥΣ αρσ

faux-fuyant <πλ faux-fuyants> [fofɥijɑ̃] ΟΥΣ αρσ

faux-monnayeur <πλ faux-monnayeurs> [fomɔnɛjœʀ] ΟΥΣ αρσ

faux-filet <πλ faux-filets> [fofilɛ] ΟΥΣ αρσ

faux-sens <πλ faux-sens> [fosɑ̃s] ΟΥΣ αρσ

porte-à-faux <πλ porte-à-faux> [pɔʀtafo] ΟΥΣ αρσ

fausses στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για fausses στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

faux-sens [fosɑ̃s] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ

faux-monnayeur <faux-monnayeurs> [fomɔnɛjœʀ] ΟΥΣ αρσ

faux-filet <faux-filets> [fofilɛ] ΟΥΣ αρσ

faux-fuyant <faux-fuyants> [fofɥijɑ̃] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για fausses στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

fausses Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

fausses Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski