I.exclu (exclue) [ɛkskly] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
exclu → exclure
II.exclu (exclue) [ɛkskly] ΕΠΊΘ (non admis)
III.exclu (exclue) [ɛkskly] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. exclu (paria):
- exclu (exclue)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.