ennuyée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για ennuyée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.ennuyé (ennuyée) [ɑ̃nɥije] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

ennuyé → ennuyer

Βλέπε και: ennuyer

Βλέπε και: sou, rat

1. sou (petite monnaie):

sou μτφ
penny βρετ
sou μτφ
cent αμερικ
I haven't got a single penny βρετ
I haven't got a red cent αμερικ
I'm broke οικ
rat d'Amérique ΖΩΟΛ
rat des bois ΖΩΟΛ
rat des champs ΖΩΟΛ
rat d'eau ΖΩΟΛ
rat d'égout ΖΩΟΛ
rat musqué ΖΩΟΛ
rat palmiste ΖΩΟΛ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για ennuyée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to bore sb rigid οικ

ennuyée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για ennuyée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για ennuyée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

ennuyée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be bored rigid βρετ οικ
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
La reine avertit la cigale qu'elle risque d'être fort ennuyée une fois l'hiver venu.
fr.wikipedia.org
À la fin de son règne, lors du jubilé d'or de 1887, on découvre la reine ennuyée par l'obséquiosité servile de son entourage.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski